παραμεσημβρινός

παραμεσημβρινός
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στον μεσημβρινό
2. φρ. «παραμεσημβρινά ύψη»
αστρον. τα ύψη τών αστέρων που βρίσκονται προς τις δύο πλευρές τού ουράνιου μεσημβρινού ενός τόπου και τα οποία χρησιμοποιούν οι ναυτικοί για τον προσδιορισμό τού πλάτους τού τόπου, όταν ο Ήλιος το μεσημέρι καλύπτεται από νέφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”